αβγουλάς

αβγουλάς
ο
-ά, πληθ. -άδες, θηλ. αβγουλού -ούς, πληθ. -ούδες, αυτός (αυτή) που πουλάει αβγά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβγουλάς — ο (θηλ. ού) 1. ο πωλητής αβγών, ο αβγοπώλης 2. αβγοφάγος·3. το θηλ. λέγεται ιδιαίτερα για την κότα που γεννά πολλά αβγά …   Dictionary of Greek

  • αβγοπώλης — ο ο αβγουλάς* …   Dictionary of Greek

  • νερουλάς — ο, θηλ. νερουλού μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κατάλ. ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)] …   Dictionary of Greek

  • ωοπώλης — ο / ᾠοπώλης, ΝΑ, και σε πάπ. ὀωπώλης Α πωλητής αβγών, αβγουλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”